Στα παλιά χρόνια έξω από τη μεγάλη πόλη ζούσε ένας νεαρός αγρότης. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι αυτός φρόντιζε το μικρό αγρό που είχε κληρονομήσει καλλιεργώντας ρύζι. Η ιστοριούλα δεν μας λέει ούτε το δικό του όνομα ούτε της πόλης –μόνο ότι ήταν καλοσυνάτος αλλά φτωχός.
Μια μέρα, καθώς πότιζε, ξαφνικά ένας πελαργός, χτυπώντας παράξενα τις λευκές φτερούγες του, έπεσε από τον ουρανό, σκούζοντας, στα πόδια του. Το όμορφο πουλί ήταν πληγωμένο: ένα βέλος είχε καρφωθεί κάτω από τη μία φτερούγα του. Ο νεαρός αμέσως έβγαλε το βέλος, ξέπλυνε την πληγή και της έβαλε λίγη λάσπη και φαρμακευτικά χόρτα. «Πρόσεχε τώρα καημένε μου» του είπε. «Πήγαινε στο καλό και μην πετάς σε κυνηγότοπους.» Ο πελαργός υψώθηκε αργά στον αέρα, έκανε τρεις κύκλους πάνω από τον αγρότη και με μια διαπεραστική κραυγή εξαφανίστηκε στα βάθη του ορίζοντα.